- διατρύπηση
- η [διατρυπώ]τρύπημα, διάτρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… … Dictionary of Greek
σούβλισμα — το 1. διατρύπηση με τη σούβλα. 2. διατρύπηση με αιχμηρό αντικείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπαρση — η (Α ἔμπαρσις) διατρύπηση … Dictionary of Greek
διακέντησις — διακέντησις, η (Α) [διακεντώ] διατρύπηση από τη μια άκρη ως την άλλη … Dictionary of Greek
διαπέρασμα — το διατρύπηση, διάτρηση, τρύπημα ώς πέρα … Dictionary of Greek
εκτρύπησις — ἐκτρύπησις η (Α) διατρύπηση* … Dictionary of Greek
καταπαρμός — καταπαρμός, ὁ (Α) [καταπείρω] διατρύπηση, διαπέραση … Dictionary of Greek
περόνιασμα — το, Ν [περονιάζω] 1. η διατρύπηση με πιρούνι 2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek